εὔμωλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (μῶλος)
A = ἀγαθὸς πολεμιστής, εὔοπλος, Hsch. (-μολ-cod.): Sup. -ότατον, = ἁπαλόν, νεάτατον, Id.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμωλος: «ἀγαθὸς πολεμιστής. εὔοπλος», καὶ Ὑπερθ. «εὐμωλότατον· ἁπαλόν. νεώτατον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὔμωλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγαθὸς πολεμιστής, εὔοπλος».