ζωοκέφαλος
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
ον, (ζῳο-)
A animal-headed, Anon.post Max.p.111L.
Greek Monolingual
ζῳοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κεφάλι ζώου ή όμοιο με ζώου.