ζωοκέφαλος

From LSJ

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωοκέφᾰλος Medium diacritics: ζωοκέφαλος Low diacritics: ζωοκέφαλος Capitals: ΖΩΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: zōoképhalos Transliteration B: zōokephalos Transliteration C: zookefalos Beta Code: zwoke/falos

English (LSJ)

ζωοκέφαλον, (ζῳο-) animal-headed, Anon.post Max.p.111L.

Greek Monolingual

ζῳοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κεφάλι ζώου ή όμοιο με ζώου.