θεοδαίμων
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A inferior divinity, BCH22.350 (Amphipolis).
Greek Monolingual
θεοδαίμων, ό (Α)
υποδεέστερη θεότητα, μικρότερος θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + δαίμων.