θειαστικός

From LSJ
Revision as of 20:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειαστικός Medium diacritics: θειαστικός Low diacritics: θειαστικός Capitals: ΘΕΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theiastikós Transliteration B: theiastikos Transliteration C: theiastikos Beta Code: qeiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like one inspired. Adv. -κῶς Poll.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

θειαστικός: -ή, -όν, ὥς τις θεόπνευστος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Α΄. 16.

Greek Monolingual

θειαστικός, -ή, -όν (Α) θειαστής
αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν θεόπνευστος.
επίρρ...
θειαστικώς
με θεόπνευστο τρόπο.