θυλακοειδής

From LSJ
Revision as of 09:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοειδής Medium diacritics: θυλακοειδής Low diacritics: θυλακοειδής Capitals: ΘΥΛΑΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thylakoeidḗs Transliteration B: thylakoeidēs Transliteration C: thylakoeidis Beta Code: qulakoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a bag, Arist. HA543b13.

German (Pape)

[Seite 1222] ές, sackähnlich, Arist. H. A. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος θυλάκῳ ἢ σάκκῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 11, 2.

Greek Monolingual

-ές (Α θυλακοειδής, -ές)
όμοιος με θύλακο, με σακούλι
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το θυλακοειδές
πτύχωση τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκοειδής: мешкообразный (θυννίς, sc. ἰχθύς Arst.).