κάταντλος

From LSJ
Revision as of 20:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταντλος Medium diacritics: κάταντλος Low diacritics: κάταντλος Capitals: ΚΑΤΑΝΤΛΟΣ
Transliteration A: kátantlos Transliteration B: katantlos Transliteration C: katantlos Beta Code: ka/tantlos

English (LSJ)

ον,

   A = ὑπέραντλος, Poll.1.113.

German (Pape)

[Seite 1366] = ὑπέραντλος, σκάφος Poll. 1, 113.

Greek (Liddell-Scott)

κάταντλος: -ον, = ὑπέραντλος, κ. σκάφος, πλῆρες ὕδατος, Πολυδ. Α΄, 113.

Greek Monolingual

κάταντλος, -ον (Α)
ο πλημμυρισμένος από νερά («κάταντλον σκάφος», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄντλος / ἄντλον «κύτος του πλοίου»].