καρύϊνος

Revision as of 21:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον,

   A of nuts, ἔλαιον Gal.11.871; κ. Χρῶμα nutbrown, Thphr.Sens.78; cf. καρόϊνος.    II made of walnut-wood, σανίδες IG11(2).203B100 (Delos, iii B. C.); ῥάβδος LXXGe.30.37, cf. Je.1.11.    III καρυΐνη, ἡ, narrow jar, Gp.13.7.2.    IV Καρύϊνος οἶνος, v. κάροινον.

German (Pape)

[Seite 1331] = καρυηρός; ἔλαιον, Nußöl, Sp.; χρῶμα, Nußfarbe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρύϊνος: -η, -ον, = καρυηρός, ἕλαιον Γαλην. 13. 172· κ. χρῶμα, ὡς τὸ τοῦ καρύου, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 78· κ. ῥάβδος, ἐκ ξύλου καρύας, Ἑβδ. (Γέν. Λ’, 37).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καρύϊνος, -ΐνη, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, ο καρυδένιος
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυΐνη
στενή στάμνα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από καρύδικαρύϊνον ἔλαιον» — το καρυδέλαιο, Γαλ.)
2. φρ. «καρύϊνος οἶνος» — οίνος που παραγόταν στη Μαιονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ινος (πρβλ. δρύ-ινος, πώρ-ινος)].