κνήκιον
From LSJ
Full diacritics: κνήκιον | Medium diacritics: κνήκιον | Low diacritics: κνήκιον | Capitals: ΚΝΗΚΙΟΝ |
Transliteration A: knḗkion | Transliteration B: knēkion | Transliteration C: knikion | Beta Code: knh/kion |
τό,
A = τρίφυλλον, Id.3.109 (v.l. κνίκιον). 2 = σάμψουχον, Ps.-Dsc.3.39.
κνήκιον: τό, φυτόν τι ἀρωματικόν, ἀμάρακον, «μαντζουράνα», Διοσκ. Νόθ. 3. 47.
κνήκιον, τὸ (Α) κνήκος
ονομασία αρωματικού φυτού, αλλ. αμάρακον.