κολυμβιστής
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = -ητής, Sch.Opp.H.1.173.
Greek Monolingual
κολυμβιστής, ὁ (Α)
βλ. κολυμπιστής.