ἀντίπρῳρος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ον,
A with the prow towards, ἀ. τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Hdt.8.11; τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ἀντιπρῴροις κλῄειν Th.4.8; [ἐμβολαῖς] μὴ ἀντιπρῴροις χρῆσθαι not to charge prow to prow, Id.7.36; τὸ ἀ. ξυγκροῦσαι ibid.; ἀ. ἐμβάλλεσθαι ib.34; τῶν πολεμίων ἀ. ἐφορμούντων Id.8.75; of ships, ready for action, ib.53; ἀ. καταστῆσαι τὰς τριήρεις X.HG6.2.28; τὸ στράτευμα ἀ. ὥσπερ τριήρη προσῆγε ib.7.5.23. 2 face to face, τάδ' ἀντίπρῳρα . . βλέπειν πάρεστ' S.Tr.223 (lyr.); κατ' ἀντίπρῳρα ναυστάθμων in front of them, E.Rh.136 (lyr.); ὀργῆς ἀντιπρῴρου κυλινδουμένης Plu. de Ira Fr.27B.