ἀντίπρῳρος

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπρῳρος Medium diacritics: ἀντίπρῳρος Low diacritics: αντίπρωρος Capitals: ΑΝΤΙΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: antíprōiros Transliteration B: antiprōros Transliteration C: antiproros Beta Code: a)nti/prw|ros

English (LSJ)

ἀντίπρῳρον,
A with the prow towards, ἀ. τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Hdt.8.11; τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ἀντιπρῴροις κλῄειν Th.4.8; [ἐμβολαῖς] μὴ ἀντιπρῴροις χρῆσθαι not to charge prow to prow, Id.7.36; τὸ ἀ. ξυγκροῦσαι ibid.; ἀ. ἐμβάλλεσθαι ib.34; τῶν πολεμίων ἀ. ἐφορμούντων Id.8.75; of ships, ready for action, ib.53; ἀ. καταστῆσαι τὰς τριήρεις X.HG6.2.28; τὸ στράτευμα ἀ. ὥσπερ τριήρη προσῆγε ib.7.5.23.
2 face to face, τάδ' ἀντίπρῳρα.. βλέπειν πάρεστ' S.Tr.223 (lyr.); κατ' ἀντίπρῳρα ναυστάθμων in front of them, E.Rh.136 (lyr.); ὀργῆς ἀντιπρῴρου κυλινδουμένης Plu. de Ira Fr.27B.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀντίπρωρρος Plb.passim
1 náut. con la proa vuelta hacia delante, de proa (νῆες) ἀντίπρῳροι ἐμβαλλόμεναι Th.7.34, ἀντιπρῴρους καταστῆσαι τὰς τριήρεις X.HG 6.2.28, πάσας ἱστάντες ἀντιπρώρρους τὰς ναῦς Plb.1.27.3, ποιεῖν ἀντιπρώρρους τὰς ναῦς Plb.1.28.2, cf. Th.4.8, τῶν πολεμίων ἀντιπρῴρων ἐγγὺς ἐφορμούντων Th.8.75, Πελοποννησίων ναῦς τε οὐκ ἐλάσσους σφῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀντιπρῴρους ἐχόντων Th.8.53, cf. D.C.48.47.4, ἀντιπρῴροις (ἐμβολαῖς) χρῆσθαι Th.7.36, ἀ. συμπτώσεις choques proa contra proa Plb.16.4.11
c. dat. ἀντίπρῳροι τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Hdt.8.11, καὶ πάντες ἔπλεον ἀντίπρωρροι τοῖς πολεμίοις Plb.1.23.3
neutr. adv. de frente, de proa τῷ ἀντίπρῳρον ξυγκροῦσαι Th.7.36
fig. ὁ δὲ τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον ὥσπερ τριήρη προσῆγε X.HG 7.5.23, de peces ὅθεν ἀεὶ συνέχουσιν ἑαυτοὺς ἀντιπρῴρους Plu.2.979b, ἀ. γλῶττα lengua afilada, combativa Eup.95.84Au.
2 situado enfrente τάδ' ἀντίπρῳρα δή σοι βλέπειν πάρεστ' ἐναργῆ S.Tr.223, πυρά E.Rh.136, ἔστησαν ἀντίπρῳρα σείοντες βέλη Πυλάδης Ὀρέστης τ' E.El.846, ὀργῆς <δ'> ἀντιπρῴρου κυλινδουμένης cuando la ira rueda de frente Plu.Fr.148.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui présente la proue en avant;
2 qui s'avance vers, ou simpl. qui regarde en face, face à face.
Étymologie: ἀντί, πρῴρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπρῳρος: -ον, (πρῷρα) ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ἐστραμμένην πρός τινα, ἀντίπρῳροι τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι Ἡρόδ. 8.11· τοὺς... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ἀντιπρῴροις... κλῄσειν Θουκ. 4. 8· [ταῖς ναυσὶ] μὴ ἀντιπρῴροις χρῆσθαι, νὰ μὴ ἐφορμῶσι μὲ πρῷραν ἐναντίον πρῴρας, ὁ αὐτ. 7. 36· τὸ ἀντίπρῳρον ξυγκροῦσαι αὐτόθι· ἀντ. ἐμβάλλεσθαι αὐτόθι 34· τῶν πολεμίων ἀντιπρῴρων... ἐφορμούντων ὁ αὐτ. 8. 75· ἀντ. καταστῆσαι τὰς τριήρεις Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 28· τὸ στράτευμα ἀντ. ὥσπερ τριήρη προσῆγε αὐτόθι 7. 5, 23. 2) ὡς τὸ ἀντιπρόσωπος, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, τάδ’ ἀντίπρῳρα... βλέπειν πάρεστ’ Σοφ. Τρ. 223· κατ’ ἀντίπρῳρα ναυστάθμων, ἔμπροσθεν αὐτῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 136· ὀργῆς ἀντιπρῴρου κυλινδουμένης Πλούτ. παρὰ Στοβ. 175. 49· κατὰ κεφαλῆς, κατωκάρα, «κατακέφαλα», πίπτειν Χρησ. Σιβυλλ. 8. 190.

Greek Monotonic

ἀντίπρῳρος: -ον (πρῴρα),
1. αυτός που έχει την πλώρη στραμμένη προς κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ.· πλώρη με πλώρη, σε Θουκ.
2. όπως το ἀντιπρόσωπος, πρόσωπο με πρόσωπο, σε Σοφ.

Middle Liddell

πρώιρα
1. with the prow towards, Hdt., Thuc.: prow to prow, Thuc.
2. like ἀντιπρόσωπος, face to face, Soph.

German (Pape)

(πρώρα), mit entgegengekehrtem Vorderteil, Her. 8.11; ἀντίπρῳρον συγκροῦσαι Thuc. 7.36, vgl. 34; Plut. Them. 14; überhaupt gerade entgegengerichtet, βέλη Eur. El. 846; τὰ ἀντίπρῳρα, das dem Gesichte Vorliegende, Soph. Tr. 222; die Vorderseite, Eur. Rhes. 136.

Lexicon Thucydideum

proram hostibus obversam habens, presenting the prow to the enemy, 2.91.1, 4.8.7, [vulgo commonly ἀντιπρώρους] 147.34.5, 7.36.3, 7.36.37.36.5, [vulgo commonly ξυγκροῦσαι] 7.40.5, 8.53.2, 8.75.1.