κορεστός

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορεστός Medium diacritics: κορεστός Low diacritics: κορεστός Capitals: ΚΟΡΕΣΤΟΣ
Transliteration A: korestós Transliteration B: korestos Transliteration C: korestos Beta Code: koresto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sated; to be sated, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κορεστός: -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.

Greek Monolingual

κορεστός, -ή, -όν (Α) κορέννυμι
αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό.