κροκοδιλόδηκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A bitten by a crocodile, Dsc.5.109.
Greek Monolingual
κροκοδιλόδηκτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει κροκόδειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηρό-δηκτος, οφιό-δηκτος].
Full diacritics: κροκοδῑλόδηκτος | Medium diacritics: κροκοδιλόδηκτος | Low diacritics: κροκοδιλόδηκτος | Capitals: ΚΡΟΚΟΔΙΛΟΔΗΚΤΟΣ |
Transliteration A: krokodilódēktos | Transliteration B: krokodilodēktos | Transliteration C: krokodilodiktos | Beta Code: krokodilo/dhktos |
ον,
A bitten by a crocodile, Dsc.5.109.
κροκοδιλόδηκτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο έχει δαγκώσει κροκόδειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηρό-δηκτος, οφιό-δηκτος].