κυλικοφόρος

From LSJ
Revision as of 21:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλῐκοφόρος Medium diacritics: κυλικοφόρος Low diacritics: κυλικοφόρος Capitals: ΚΥΛΙΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kylikophóros Transliteration B: kylikophoros Transliteration C: kylikoforos Beta Code: kulikofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A carrying cups, Hld.7.27.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλῐκοφόρος: -ον, ἐπὶ τρίποδος, ὁ φέρων κύλικας κ.τ.τ., δηλ. ἐπὶ τοῦ ὁποίου τίθενται κύλικες καὶ τὰ ὅμοια, «προσδραμὼν ὁ Θεαγένης ἑνὶ τῶν κυλικοφόρων τριπόδων, καὶ φιάλην τῶν πολυτίμων ἀνελόμενος, οὐδέν, ἔφη», Ἡλιόδ. 7. 27.

Greek Monolingual

κυλικοφόρος, -ον (Α)
(για τρίποδες) αυτός που φέρει κύλικες («προσδραμών ὁ Θεαγένης ἑνί τῶν κυλικοφόρων τριπόδων», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].