κυνοβοσκός
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ὁ,
A feeder of sacred jackals, Sammelb.5796 (i B.C.).
Greek Monolingual
κυνοβοσκός, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο) αυτός που έτρεφε τα ιερά τσακάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + βοσκός (< βόσκω)].