λέκτο
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
Full diacritics: λέκτο | Medium diacritics: λέκτο | Low diacritics: λέκτο | Capitals: ΛΕΚΤΟ |
Transliteration A: lékto | Transliteration B: lekto | Transliteration C: lekto | Beta Code: le/kto |
λέκτο: ἴδε λέγω Α, Β.
3ᵉ sg. ao.2 Moy. épq. de λέγω¹;
3ᵉ sg. ao.2 Moy. épq. de λέγω².
see λέγω.
λέκτο:1. γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του λέγω (Α).
2. Μέσ. αόρ. βʹ του λέγω (Β).