λεπραίνομαι
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
A = λεπρύνομαι (q.v.), Nic.Th.156.
Greek Monolingual
λεπραίνομαι (Α)
βλ. λεπρύνομαι.