λεοντιδεύς

Revision as of 16:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A lioncub, Ar.Byz. ap. Ael.NA7.47.

German (Pape)

[Seite 28] ὁ, der junge Löwe, Ael. H. A. 7, 47 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντῐδεύς: έως, ὁ, σκύμνος λέοντος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 47.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
jeune lion, lionceau.
Étymologie: λέων.

Greek Monolingual

ο (Α λεοντιδεύς, -έως)
μικρό λιοντάρι, λιονταράκι
νεοελλ.
κομψευόμενος νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετ-ιδεύς, ερωτ-ιδεύς)].