λεοντιδεύς
From LSJ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
-έως, ὁ, lioncub, Ar.Byz. ap. Ael.NA7.47.
German (Pape)
[Seite 28] ὁ, der junge Löwe, Ael. H. A. 7, 47 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
jeune lion, lionceau.
Étymologie: λέων.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντῐδεύς: έως, ὁ, σκύμνος λέοντος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 47.
Greek Monolingual
ο (Α λεοντιδεύς, -έως)
μικρό λιοντάρι, λιονταράκι
νεοελλ.
κομψευόμενος νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετιδεύς, ερωτιδεύς)].