λωτομήτρα
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ἡ,
A fruit-pulp of λωτός II, Plin. HN22.56, PMag.Par.1.754.
Greek (Liddell-Scott)
λωτομήτρα: ἡ, εἶδος λωτοῦ, Πλίν. 22. 28.
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Full diacritics: λωτομήτρα | Medium diacritics: λωτομήτρα | Low diacritics: λωτομήτρα | Capitals: ΛΩΤΟΜΗΤΡΑ |
Transliteration A: lōtomḗtra | Transliteration B: lōtomētra | Transliteration C: lotomitra | Beta Code: lwtomh/tra |
ἡ,
A fruit-pulp of λωτός II, Plin. HN22.56, PMag.Par.1.754.
λωτομήτρα: ἡ, εἶδος λωτοῦ, Πλίν. 22. 28.
λωτομήτρα, ἡ (Α)
η ψίχα του καρπού διαφόρων ειδών λωτού.