ματαιόκομπος

From LSJ
Revision as of 22:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιόκομπος Medium diacritics: ματαιόκομπος Low diacritics: ματαιόκομπος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: mataiókompos Transliteration B: mataiokompos Transliteration C: mataiokompos Beta Code: mataio/kompos

English (LSJ)

ον,

   A idly boasting, Sch.Ar.Ach.589.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιόκομπος: -ον, ὁ ματαίως κομπάζων, ἀλαζών, κενόδοξος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 589.

Greek Monolingual

ματαιόκομπος, -ον (Α)
αυτός που μάταια υπερηφανεύεται, αλαζόνας, κενόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόμπος (πρβλ. γλωσσό-κομπος, μελί-κομπος)].