μειόνως
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
μειότερος,
A v. μείων.
German (Pape)
[Seite 116] adv. von μείων, weniger, zu wenig, ἔχειν, Soph. O. C. 104, zu gering sein, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
μειόνως: μειότερος, ἴδε ἐν λέξ. μείων.
French (Bailly abrégé)
adv.
moins, trop peu.
Étymologie: μείων.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μειόνως: μειότερος, βλ. μείων.
Russian (Dvoretsky)
μειόνως: слишком мало Soph.