μειόνως

From LSJ
Revision as of 14:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειόνως Medium diacritics: μειόνως Low diacritics: μειόνως Capitals: ΜΕΙΟΝΩΣ
Transliteration A: meiónōs Transliteration B: meionōs Transliteration C: meionos Beta Code: meio/nws

English (LSJ)

μειότερος,

   A v. μείων.

German (Pape)

[Seite 116] adv. von μείων, weniger, zu wenig, ἔχειν, Soph. O. C. 104, zu gering sein, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

μειόνως: μειότερος, ἴδε ἐν λέξ. μείων.

French (Bailly abrégé)

adv.
moins, trop peu.
Étymologie: μείων.

Greek Monolingual

μειόνως (Α)
επίρρ. βλ. μείων.

Greek Monotonic

μειόνως: μειότερος, βλ. μείων.

Russian (Dvoretsky)

μειόνως: слишком мало Soph.