μελλοπρύτανις
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
[ῠ], εως, ὁ, pru/tanis-
A designate, POxy.1414.24 (iii A. D.), 2110.13 (iv A. D.).
Greek Monolingual
μελλοπρύτανις, -εως, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει πρύτανης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πρύτανις.