μετακτίζω

From LSJ
Revision as of 10:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακτίζω Medium diacritics: μετακτίζω Low diacritics: μετακτίζω Capitals: ΜΕΤΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: metaktízō Transliteration B: metaktizō Transliteration C: metaktizo Beta Code: metakti/zw

English (LSJ)

   A remove a settlement, εἰς ἕτερον τόπον Str.13.4.17.

German (Pape)

[Seite 148] um-, anderswohin bauen, Strab. XIII, 631.

Greek (Liddell-Scott)

μετακτίζω: μεταφέρω ἀποικίαν, μετοικίζω, Πισιδῶν... μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον Στράβ. 631.

Greek Monolingual

μετακτίζω (ΑM)
μσν.
1. ξαναχτίζω
2. οικίζω ξανά
αρχ.
μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.).