μεριστικός

From LSJ
Revision as of 10:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριστικός Medium diacritics: μεριστικός Low diacritics: μεριστικός Capitals: ΜΕΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: meristikós Transliteration B: meristikos Transliteration C: meristikos Beta Code: meristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for dividing, gloss on μερόεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 135] zum Theilen gehörig, geschickt, geneigt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεριστικός, -ή, -όν) μεριστός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερισμό
2. ο ικανός να διαιρεί, να μοιράζει.