γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Full diacritics: μοριφόν | Medium diacritics: μοριφόν | Low diacritics: μοριφόν | Capitals: ΜΟΡΙΦΟΝ |
Transliteration A: moriphón | Transliteration B: moriphon | Transliteration C: morifon | Beta Code: morifo/n |
σκοτεινόν, μέλαν, Hsch. μόρμη· χαλεπή, ἐκπληκτική, Id. μορμίλλων,
A v. μερμίλλων. μόρμοι· φόβοι κενοί, Id.
μοριφόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινόν, μέλαν».