μυριοπλασίων

From LSJ
Revision as of 11:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοπλᾰσίων Medium diacritics: μυριοπλασίων Low diacritics: μυριοπλασίων Capitals: ΜΥΡΙΟΠΛΑΣΙΩΝ
Transliteration A: myrioplasíōn Transliteration B: myrioplasiōn Transliteration C: myrioplasion Beta Code: murioplasi/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A ten thousand fold, Archim. Aren.2.1, al.    II infinitely more than, used like a Comp. c. gen., Cleom.2.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοπλᾰσίων: -ον, γεν -ονος, δέκα χιλιάδας φορὰς τόσος, Ἀρχιμήδ. (;) ΙΙ. ἀπείρως περισσότερος, ὡς συγκρ. μετὰ γεν., Κλεομήδ. σ. 98.

Greek Monolingual

μυριοπλασίων, -ον (ΑΜ)
ο άπειρες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον
αρχ.
αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές τόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοπλάσιος + κατάλ. -ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)].