ναοειδής
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
ές,
A in the form of a shrine, παστῆον SIG996.23 (Smyrna).
Greek Monolingual
ναοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα ναού, ναόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -ειδής].