ναυλοχία

From LSJ
Revision as of 17:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυλοχία Medium diacritics: ναυλοχία Low diacritics: ναυλοχία Capitals: ΝΑΥΛΟΧΙΑ
Transliteration A: naulochía Transliteration B: naulochia Transliteration C: navlochia Beta Code: nauloxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A anchorage, esp. of pirates, App.Mith.92.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, das Vorankerliegen, bes. um einem Feinde aufzulauern, App. Mithr. 92.

Greek (Liddell-Scott)

ναυλοχία: ἡ, τὸ ναυλοχεῖν, κυρίως, τὸ παραμένειν ἐντὸς μυχοῦ καὶ ἐνεδρεύειν τὸν ἐχθρόν: τόπος ἔνθα ἐνεδρεύουσι πλοῖα λῃστῶν τῆς θαλάσσης, πειρατῶν, Ἀππ. Μιθρ. 92.

Greek Monolingual

ναυλοχία, ἡ (Α) ναύλοχος
1. (γενικά) παραμονή πλοίων σε όρμο ή μυχό
2. (ειδικά) τόπος όπου ενεδρεύουν πλοία πειρατών.