νεκρηγός

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρηγός Medium diacritics: νεκρηγός Low diacritics: νεκρηγός Capitals: ΝΕΚΡΗΓΟΣ
Transliteration A: nekrēgós Transliteration B: nekrēgos Transliteration C: nekrigos Beta Code: nekrhgo/s

English (LSJ)

όν,

   A for conveyance of corpses, πλοῖον PHamb.74.3 (ii A.D.).

Greek Monolingual

νεκρηγός, -όν (Α)
(για πλοίο) αυτός που μεταφέρει νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ-ηγός, κυν-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].