νυγματικός
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ή, όν,
A suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.
Greek Monolingual
νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.