ξανθοειδής

From LSJ
Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοειδής Medium diacritics: ξανθοειδής Low diacritics: ξανθοειδής Capitals: ΞΑΝΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: xanthoeidḗs Transliteration B: xanthoeidēs Transliteration C: ksanthoeidis Beta Code: canqoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A yellow in appearance, Heph.Astr.1.1.

Greek Monolingual

ξανθοειδής, -ές (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και ανοιχτό χρώμα δέρματος
αρχ.
ξανθός, ξανθοκίτρινος στην όψη.