οἰκτικός
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
ή, όν,
A expressive of pity or lamentation, An.Bachm.2.290.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς οἶκτον, ἢ ὁ ἐκφράζων οἶκτον, οἰκτικὰ ῥήματα Γαζῆς ἐν Bachm. Ἀνεκδ. 2. 290.