πάϊλλος

From LSJ
Revision as of 15:12, 30 September 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>" to "ᾰ], ὁ")

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάϊλλος Medium diacritics: πάϊλλος Low diacritics: πάϊλλος Capitals: ΠΑΪΛΛΟΣ
Transliteration A: páïllos Transliteration B: paillos Transliteration C: paillos Beta Code: pa/i+llos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A male infant, IG7.700, al. (Tanagra).

Greek Monolingual

πάϊλλος, ὁ (Α)
αρσενικό παιδί, αγόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς / παιδός + κατάλ. -λος με διπλασιασμό του -λ- φαινόμενο συχνό στα Βοιωτικά ανθρωπωνύμια ή < πάϊδλος με αφομοιωτική τροπή του -δ- σε -λ-].