πέτριον
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A v. πετραῖον.
German (Pape)
[Seite 606] τό, ein Kraut, vielleicht = πετροσέλινον, Nic. frg. 5, 2, wo ι lang sein müßte, ist πετραίου zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
πέτριον: τό, βοτάνη, ἴσως τὸ πετροσέλινον, Νικ. Ἀποσπ. 5. 2, ἔνθα ὁ Schneid. ἀναγινώσκει πετραῖον χάριν τοῦ μέτρου.