παναισθησία
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ἡ,
A full vigour of the senses, D.L. 10.65 (Meibom for ἀναισθ-).
Greek (Liddell-Scott)
παναισθησία: ἡ, πλήρης ζωηρότης τῶν αἰσθήσεων, ἐκ διορθώσεως του Meibom. ἐν Διογ. Λ. 10. 65, ἀντὶ ἀναισθ-.
Greek Monolingual
παναισθησία, ἡ (Α)
πλήρης ζωηρότητα, ευρωστία τών αισθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσθησία].