παραδεκτός

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδεκτός Medium diacritics: παραδεκτός Low diacritics: παραδεκτός Capitals: ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: paradektós Transliteration B: paradektos Transliteration C: paradektos Beta Code: paradekto/s

English (LSJ)

όν,

   A accepted: acceptable, Jul.Ep.88.

Greek (Liddell-Scott)

παραδεκτός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ γινόμενος ἢ δυνάμενος νὰ γίνῃ δεκτός, Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 62, Κύριλλ.

Greek Monolingual

και παραδεχτός, -ή, -ό / παραδεκτός, -ή, -όν, ΝΑΜ παραδέχομαι
αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῑν», Ιουλ.).