παρατείχισμα

Revision as of 15:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cross-wall, Th.7.11,42, al., SIG784.2(Ephesus, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 502] τό, daneben, dabei aufgeführte Mauer, Bollwerk, Thuc. 7, 11 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 38 D. Sic. 11, 20.

Greek (Liddell-Scott)

παρατείχισμα: τό, τεῖχος οἰκοδομηθὲν πλησίον ἢ ἐγκαρσίως, Θουκ. 7. 11, 42, κτλ.· ἴδε Arnold εἰς κεφ. 42, Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλάδ. 7, παράρτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mur ou retranchement élevé le long de.
Étymologie: παρά, τειχίζω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παρατειχίζω
τείχος που κτίστηκε κοντά και παράλληλα σε κάτι («ἤν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῦτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρατείχισμα: τό, τείχος που χτίστηκε δίπλα ή παραπλεύρως, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρατείχισμα: ατος τό крепостная стена, укрепление, вал Thuc., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-τείχισμα -ατος, τό dwarsmuur.

Middle Liddell

παρα-τείχισμα, ατος, τό,
a wall built beside or across, Thuc.

English (Woodhouse)

cross wall, cross-wall