παχύδενδρος

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύδενδρος Medium diacritics: παχύδενδρος Low diacritics: παχύδενδρος Capitals: ΠΑΧΥΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: pachýdendros Transliteration B: pachydendros Transliteration C: pachydendros Beta Code: paxu/dendros

English (LSJ)

ον,

   A thick with trees, ἄλση Him.Or.23.17.

German (Pape)

[Seite 539] dickbäumig, mit dicken Bäumen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὰ δένδρα, παχ. ἄλσος Ἱμέρ. 23. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πυκνή συστάδα δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. παχυ- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. καλλί-δενδρος].