περίδεσις
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
εως, ἡ,
A tying round, Muson.Fr.19p.107H.
German (Pape)
[Seite 572] ἡ, das Umbinden, Muson. bei Stob.
Greek (Liddell-Scott)
περίδεσις: -εως, ἡ, τὸ περιδένειν, περιδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων Μουσώνιος παρὰ Στοβ. σ. 18 ἐν τέλ.