περιτιάρα

From LSJ
Revision as of 09:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτῐάρα Medium diacritics: περιτιάρα Low diacritics: περιτιάρα Capitals: ΠΕΡΙΤΙΑΡΑ
Transliteration A: peritiára Transliteration B: peritiara Transliteration C: peritiara Beta Code: peritia/ra

English (LSJ)

[ᾱρ], ας, ἡ,

   A round cap, Tz.H.8.310 :—Dim. περι-άριον, τό, Sch.Tz. in An.Ox.3.358.

Greek (Liddell-Scott)

περιτιάρα: ἡ, περικάλυμμα κεφαλῆς, κυρίως τῶν πολιτῶν, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 310· ― περιτιάριον παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἀνεκδ. Κραμ. τ. 3. 358, 17.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
περικάλυμμα του κεφαλιού που έφεραν κυρίως πολιτικοί αξιωματούχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τιάρα «κάλυμμα της κεφαλής που φορούσαν σε επίσημες περιστάσεις»].