πλινθόομαι
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
Med.,
A build as with bricks, χρυσῷ… ἐπλινθώσασθε μέλαθρον AP9.423 (Bianor).
Greek (Liddell-Scott)
πλινθόομαι: μέσ., οἰκοδομῶ ὡς διὰ πλίνθων, χρυσῷ... ἐπλινθώσασθε μέλαθρον Ἀνθ. Π. 9. 423.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
construire en briques.
Étymologie: πλίνθος.
Greek Monotonic
πλινθόομαι: Μέσ., οικοδομώ όπως με πλίνθους, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πλινθόομαι: строить из кирпичей (μέλαθρον Anth.).