πρατικός

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτικός Medium diacritics: πρατικός Low diacritics: πρατικός Capitals: ΠΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pratikós Transliteration B: pratikos Transliteration C: pratikos Beta Code: pratiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for selling, only as Subst., -κή, ἡ, tax on sales, IG 5(1).18 B12 (Sparta): -κόν, τό, commission on sales, POxy.1454.6 (ii A. D.): pl., Sammelb.4425 v 13 (ii A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πρατός
1. αυτός που αναφέρεται στην πώληση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρατική
φόρος στις πωλήσεις
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρατικόν
προμήθεια, ποσοστό στις πωλήσεις.