προαφανίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
A disappear before, D.S.1.29, Hld.10.36, Orib.Fr.75.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰφᾰνίζομαι: Παθητ., ἀφανίζομαι πρότερον, Διόδ. 1. 29, Ἡλιόδ. 10. 36.
Russian (Dvoretsky)
προᾰφᾰνίζομαι: (ранее) пропадать (οἱ καρποὶ διὰ τὴν ἀνομβρίαν προηφανισμένοι Diod.).