προσαποξέω

From LSJ
Revision as of 14:20, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποξέω Medium diacritics: προσαποξέω Low diacritics: προσαποξέω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΞΕΩ
Transliteration A: prosapoxéō Transliteration B: prosapoxeō Transliteration C: prosapokseo Beta Code: prosapoce/w

English (LSJ)

   A erase, expunge as well: metaph., τὴν τυραννοκτονίαν -απέξεσε τῆς πόλεως Lib.Decl.43.45.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποξέω: ἀποξέω προσέτι, τί τινος Λιβάν. 4. 810.

Greek Monolingual

Α
1. αφαιρώ κάτι με απόξεση
2. μτφ. εξαλείφω κάτι επί πλέον («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποξέω «αφαιρώ με απόξεση, αφαιρώ τελείως»].