προσεκκόπτω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A extirpate besides, καὶ τὰ ἄλλα [δένδρα], καὶ τὸν ἕτερον [ὀφθαλμόν], Teles p.59 H.; τὸν δράκοντα f.l. for προεκκ- in Lib.Ep.1385.5.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκκόπτω: ἐκκόπτω, κτυπῶν ἐπιβάλλω, καταστρέφω προσέτι, Τέλης παρὰ Στοβ. 577. 20.