προσεκπνέω

From LSJ
Revision as of 19:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπνέω Medium diacritics: προσεκπνέω Low diacritics: προσεκπνέω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΝΕΩ
Transliteration A: prosekpnéō Transliteration B: prosekpneō Transliteration C: prosekpneo Beta Code: prosekpne/w

English (LSJ)

   A evaporate, Zos.Alch.p.173 B.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπνέω: ἐκπνέω προσέτι, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
1. βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως
2. φρ. «προσεκπνεύσω τὸ πνεῡμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.
αρχ.
εξατμίζομαι.