προσυζεύγνυμι
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
A yoke together beforehand:—Pass., ἑτέρῳ εἰς γάμον π. Eust.61.29.
German (Pape)
[Seite 784] (s. ζεύγνυμι), vorher zusammenjochen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσυζεύγνῡμι: συζευγνύω πρότερον, Εὐστ. 61. 29.
Greek Monolingual
Μ συζεύγνυμι συζευγνύω, ενώνω στον ίδιο ζυγό προηγουμένως.