πυκνόρριζος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ῥίζα)
A with matted roots, Thphr.HP3.11.4, al., Dsc.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4, Διοσκ. 1. 1.
Greek Monolingual
και πυκινόρριζος, -ον, Α
αυτός που έχει άφθονες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός/ πυκινός + -ρριζος (< ῥίζα)].